Articles by: admin

Silene conglomeratica

Οικογένεια: Caryophyllaceae

To Silene conglomeratica περιγράφηκε το 1983 από το Μέγα Σπήλαιο. Είναι τοπικό ενδημικό είδος του Βουραϊκού. Eίναι τυπικό χασμόφυτο και αναπτύσσεται σε βράχους αποτελούμενους από κροκαλοπαγή πετρώματα, ασβεστολιθικής σύστασης και σε υψόμετρο 800-900 μ.

Polygala subuniflora

Οικογένεια: Polygalaceae

Κοινή ονομασία: Πολύγαλα το υπομονανθές

H Polygala subuniflora περιγράφηκε το 1854 από το ανώτερο τμήμα της κοιλάδας της Στύγας. Είναι τοπικό ενδημικό και εξαιρετικά σπάνιο είδος, γνωστό μόνο από μια θέση. Αναπτύσσεται σε βραχώδεις και πετρώδεις πλαγιές, συνήθως σε θέσεις με σχετικά πυκνή ποώδη βλάστηση, σε υψόμετρο 1900-2200 μ. Ένας πληθυσμός είναι γνωστός μέχρι σήμερα. Το διαφαινόμενο εξαιρετικά μικρό μέγεθος του πληθυσμού του, το καθιστά ευάλωτο σε τυχαία γεγονότα που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και στην εξαφάνισή του. Έχει αξιολογηθεί ως Κινδυνεύον (ΕΝ) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN, προστατεύεται από το Π.Δ. 67/81 και απαντάται στην περιοχή ευθύνης του ΦΔ Χελμού-Βουραϊκού.

Macrotomia densiflora

Οικογένεια: Boraginaceae

Η Macrotomia densiflora περιγράφηκε αρχικά το 1847 ως Lithospermum densiflorum Ledeb. Ex Nordm. από τα σύνορα της ΒΑ Τουρκίας με την Αρμενία. Εξαπλώνεται στην περιοχή του Καυκάσου, την Τουρκία και την Ελλάδα. Ο μεγαλύτερος γνωστός πληθυσμός του είδους στην Ελλάδα, βρίσκεται στον Χελμό, ενώ ένας ολιγομελής πληθυσμός έχει εντοπισθεί στο όρος Γκιώνα. Αναπτύσσεται σε πετρώδεις και βραχώδεις πλαγιές, σχισμές ασβεστολιθικών βράχων, σε υψόμετρο 1200-1900 m. Έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN.

Lonicera alpigena subsp. hellenica

Οικογένεια: Berberidaceae

Το Lonicera alpigena subsp. hellenica περιγράφηκε αρχικά το 1856 ως Lonicera hellenica από την περιοχή των Υδάτων Στυγός και αποτελεί ένα υποείδος με εξαιρετικά περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση, γνωστό από έναν μόνο πληθυσμό. Προστατεύεται από το Π.Δ. 67/81 και απαντάται στην περιοχή ευθύνης του ΦΔ Χελμού-Βουραϊκού. Αναπτύσσεται σε βραχώδεις θέσεις με αραιή δασική βλάστηση, σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα και σε υψόμετρο 1650-1700 μ.

Gymnospermium peloponnesiacum

Οικογένεια: Berberidaceae

Το Gymnospermium peloponnesiacum συλλέχθηκε για πρώτη φορά το 1987 από το όρος Παναχαϊκό και περιγράφηκε ως διακριτό taxon για πρώτη φορά το 2003. Είναι ενδημικό είδος της βόρειας και κεντρικής Πελοποννήσου, με εξάπλωση στα όρη Παναχαϊκό, Κλωκός, Χελμός, Ρούσκιο, Σκεπαστό, Κυλλήνη και Μαίναλο. Αναπτύσσεται σε βραχώδη και πετρώδη ορεινά ενδιαιτήματα, ανοιχτές συστάδες Abies cephalonica, συχνά κατά μήκος ρεμάτων, σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα και σε υψόμετρο 800-1700 m. Η βόσκηση από βοοειδή και αιγοπρόβατα αποτελεί την κύρια απειλή του. Έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN, προστατεύεται από το Π. Δ. 67/81 και απαντάται στην περιοχή ευθύνης του ΦΔ Χελμού-Βουραϊκού.

Globularia stygia

Οικογένεια: Globulariaceae

Κοινή ονομασία: Γκλομπουλάρια της Στύγας

To φυτικό είδος Globularia stygia Orph. ex Boiss. περιγράφηκε το 1859. Αποτελεί είδος προτεραιότητας σύμφωνα με τον κατάλογο του Παραρτήματος ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και απαντάται στην περιοχή ευθύνης του ΦΔ Χελμού-Βουραϊκού. Είναι ενδημικό είδος της Πελοποννήσου με περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση στα Όρη του Χελμού, της Κυλλήνης και του Ταϋγέτου. Η Globularia stygia δεν είναι ένα τυπικά χασμοφυτικό είδος, καθώς αναπτύσσεται σε ασβεστολιθικά βράχια, αλλά και πετρώδη εδάφη από τα 1300-2300m. Οι βλαστοί της έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσονται υπογείως και να δίνουν νέα φυτά. Διατηρεί ικανοποιητικούς πληθυσμούς στην περιοχή του Χελμού. Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει το αυστηρά προστατευόμενο αυτό είδος, είναι οι ανθρώπινες δραστηριότητες (χιονοδρομικές πίστες), η μεγάλη διακίνηση και βόσκηση, καθώς και η συλλογή από βοτανικούς και συλλέκτες. Το είδος έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN. Προστατεύεται επίσης από το Π. Δ. 67/81 και την Σύμβαση Βέρνης.

Dichoropetalum achaium

Οικογένεια: Apiaceae

Το Dichoropetalum achaicum περιγράφηκε ως Peucedanum achaicum το 1908 από φυτικό δείγμα που συλλέχθηκε το 1896, από το φαράγγι του Βουραϊκού, κοντά στο χωριό Ζαχλωρού. Είναι ενδημικό είδος της βόρειας Πελοποννήσου με γεωγραφική εξάπλωση περιορισμένη στο όρος Παναχαϊκό και στο φαράγγι του Βουραϊκού στον Χελμό. Έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN και απαντάται στην περιοχή ευθύνης του ΦΔ Χελμού-Βουραϊκού. Αναπτύσσεται σε βραχώδεις πλαγιές και σάρρες, σε ασβεστόλιθο ή κροκαλοπαγή πετρώματα, σε υψόμετρο 550-1100 μ. Ο βιότοπός του δεν είναι εύκολα προσβάσιμος, τόσο από ανθρώπους, όσο και από ζώα και η προσοχή θα πρέπει να επικεντρωθεί σε πιθανούς κινδύνους που προκύπτουν από τη φυσική σπανιότητα του είδους και ενδογενείς παράγοντες.

Dianthus mercurii

Οικογένεια: Caryophylaceae

Κοινή ονομασία: Δίανθος Αγριογαρύφαλλο

Το Dianthus mercurii περιγράφηκε το 1874 από το όρος Κυλλήνη. Είναι ενδημικό είδος της βόρειας Πελοποννήσου με περιορισμένη εξάπλωση στο φαράγγι του Βουραϊκού και στα όρη Κυλλήνη και Κλωκό. Βρίσκεται σε πετρώδεις και βραχώδεις θέσεις σε ασβεστόλιθο, σε υψόμετρο 800-1200 μ. και προστατεύεται από το Π.Δ. 67/1981.

 

 

Corydalis blanda subsp. oxelmannii

Οικογένεια: Fumariaceae

Η Corydalis blanda subsp. oxelmannii περιγράφηκε το 1996, αποτελούσε τοπικό ενδημικό είδος του Χελμού και πρόσφατα αναφέρθηκε και από το Όρος Κυλλήνη. Το είδος περιλαμβάνει τρία ακόμα υποείδη με μικρές μορφολογικές διαφορές μεταξύ τους. Αναπτύσσεται σε πετρώδη αλπικά λιβάδια και σάρρες, σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα και σε υψόμετρο 1800-2300 m. Πίεση αποτελεί η δημιουργία των εγκαταστάσεων του χιονοδρομικού κέντρου Καλαβρύτων.

Cicer graecum

Οικογένεια: Fabaceae

Το Cicer graecum περιγράφηκε το 1856 από την περιοχή των Τρικάλων Κορινθίας στο όρος Κυλλήνη. Θεωρείται συγγενικό του Cicer floribundum Fenzl, που είναι ενδημικό της Νότιας Τουρκίας και του ρεβυθιού Cicer arietinum.Έχει γεωγραφική εξάπλωση περιορισμένη στη βόρεια Πελοπόννησο, στην ευρύτερη περιοχή των ορέων Χελμός και Κυλήνη. Είναι γνωστό από το βόρειο τμήμα της περιοχής ευθύνης του ΦΔ Χελμού-Βουραϊκού, όπου εξαπλώνεται σε χαμηλά και μεσαία υψόμετρα. Σχηματίζει διάσπαρτους ολιγομελείς υποπληθυσμούς και αυτοί που παρατηρήθηκαν βρίσκονταν σε ελαφρώς διαταραγμένες θέσεις. Συναντάται συνήθως σε φρύγανα, παρυφές δασών Pinus halepensis, Pinus nigra και Abies cephalonica, παραδοσιακά καλλιεργούμενους ελαιώνες, πρανή δασικών δρόμων και όχθες ρεμάτων, σε ασβεστολιθικό υπόβαθρο ή σε ψαμμίτες, σε υψόμετρο 1500-1600 m. Έχει χαρακτηρισθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN εξαιτίας της σπανιότητάς του. Οι δασικές πυρκαγιές, η βόσκηση, η ξύλευση, η εναπόθεση απορριμάτων και αδρανών υλικών αποτελούν τις κύριες απειλές του.