Η Corydalis blanda subsp. oxelmannii περιγράφηκε το 1996, αποτελούσε τοπικό ενδημικό είδος του Χελμού και πρόσφατα αναφέρθηκε και από το Όρος Κυλλήνη. Το είδος περιλαμβάνει τρία ακόμα υποείδη με μικρές μορφολογικές διαφορές μεταξύ τους. Αναπτύσσεται σε πετρώδη αλπικά λιβάδια και σάρρες, σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα και σε υψόμετρο 1800-2300 m. Πίεση αποτελεί η δημιουργία των εγκαταστάσεων του χιονοδρομικού κέντρου Καλαβρύτων.
Το Cicer graecum περιγράφηκε το 1856 από την περιοχή των Τρικάλων Κορινθίας στο όρος Κυλλήνη. Θεωρείται συγγενικό του Cicer floribundum Fenzl, που είναι ενδημικό της Νότιας Τουρκίας και του ρεβυθιού Cicer arietinum.Έχει γεωγραφική εξάπλωση περιορισμένη στη βόρεια Πελοπόννησο, στην ευρύτερη περιοχή των ορέων Χελμός και Κυλήνη. Είναι γνωστό από το βόρειο τμήμα της περιοχής ευθύνης του ΦΔ Χελμού-Βουραϊκού, όπου εξαπλώνεται σε χαμηλά και μεσαία υψόμετρα. Σχηματίζει διάσπαρτους ολιγομελείς υποπληθυσμούς και αυτοί που παρατηρήθηκαν βρίσκονταν σε ελαφρώς διαταραγμένες θέσεις. Συναντάται συνήθως σε φρύγανα, παρυφές δασών Pinus halepensis, Pinus nigra και Abies cephalonica, παραδοσιακά καλλιεργούμενους ελαιώνες, πρανή δασικών δρόμων και όχθες ρεμάτων, σε ασβεστολιθικό υπόβαθρο ή σε ψαμμίτες, σε υψόμετρο 1500-1600 m. Έχει χαρακτηρισθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN εξαιτίας της σπανιότητάς του. Οι δασικές πυρκαγιές, η βόσκηση, η ξύλευση, η εναπόθεση απορριμάτων και αδρανών υλικών αποτελούν τις κύριες απειλές του.
Το είδος Centaurea athoa είναι ενδημικό στην Ελλάδα και περιλαμβάνει τα τρία υποείδη subsp. athoa, subsp. parnonia και subsp. chelmea. Το υποείδος chelmea περιγράφηκε το 2015 από τις πλαγιές της Νουρντουβάνας και είναι τοπικό ενδημικό του Χελμού. Βρέθηκε σε βραχώδη εδάφη κατά μήκος δασικών δρόμων και ξέφωτα δασών Κεφαλληνιακής ελάτης (1125 μ).
Η Campanula asperuloides περιγράφηκε το 1856, αρχικά ως Trachelium asperuloides και είναι ένα ενδημικό είδος της Πελοποννήσου. Είναι χασμοφυτικό είδος, με γνωστούς πληθυσμούς στα όρη Χελμός, Ταΰγετος, Πάρνωνας, Κουλοχέρα, καθώς και στην περιοχή της Ευρωστίνης. Στον Χελμό, το είδος είναι γνωστό μόνο από την περιοχή της Στύγας. Συναντάται σε απόκρημνους ασβεστολιθικούς βράχους, κρημνούς ή κροκαλοπαγή εδάφη σε σκιερά και προστατευμένα μέρη με Β ή ΒΔ προσανατολισμό. Εξαπλώνεται από τα 400 m (θέσεις στον Πάρνωνα) μέχρι τα 1800 m (θέσεις στο Χελμό). Το είδος αναπτύσσεται σε εξαιρετικά δυσπρόσιτες θέσεις και δεν κινδυνεύει από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η βόσκηση αποτελεί απειλή μόνο σε θέσεις όπου είναι προσιτές από αιγοπρόβατα. Έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN.
H Campanula aizoides αποτελεί ενδημικό είδος της Ελλάδας. Είναι γνωστό μόνο από το όρος Χελμός και τα Λευκά Όρη στην Κρήτη, δυο περιοχές δηλαδή που απέχουν μεταξύ τους περισσότερο από 330 χλμ. Το είδος είναι σε γενικές γραμμές σπάνιο, σχηματίζοντας μικρούς πληθυσμούς, τους οποίους ωστόσο συναντά κανείς διάσπαρτους σε μεγάλη έκταση στην ανώτερη υψομετρική βαθμίδα του Χελμού. Έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN. Προστατεύεται επίσης από το Π.Δ. 67/1981. Συναντάται σε σχισμές και αναβαθμίδες ασβεστολιθικών βράχων, βραχώδη εδάφη, ασβεστολιθικές απότομες πλαγιές και χαράδρες βράχων σε υψόμετρο 1800-2300 m. Η βόσκηση αποτελεί σημαντική απειλή σε θέσεις όπου είναι προσιτές από αιγοπρόβατα. Επιπλέον, ο βιολογικός κύκλος του είδους (μονοκαρπικό πολυετές ή διετές), οι πολύ μικροί υποπληθυσμοί του (συχνά λιγότερα από 10 άτομα) και το μικρό ποσοστό των ατόμων κάθε πληθυσμού που φθάνουν σε αναπαραγωγική ωριμότητα, συμβάλλουν ιδιαίτερα στην περιορισμένη εξάπλωσή του.
Είναι ενδημικό της Πελοποννήσου με εξάπλωση στα βουνά Ερύμανθο, Ζήρεια (Κυλλήνη), Ολίγυρτο, Παναχαϊκό, Χελμό. Φύεται σε ασβεστολιθικούς βράχους και βραχώδη εδάφη.
Το είδος Aquilegia ottonis περιγράφηκε το 1854 από δείγματα που είχε συλλέξει ο Θεόδωρος Ορφανίδης από την περιοχή του Χελμού. Το είδος αυτό, εκτός από το τυπικό υποείδος, περιλαμβάνει δύο ακόμα υποείδη. Το subsp. taygetea (Orph.) Strid είναι ενδημικό του Ταΰγετου, ενώ το subsp. amaliae (Boiss.) Strid εξαπλώνεται στα όρη της Β. Ελλάδας και της Ν. Βαλκανικής. Το subsp. ottonis έχει κύρια εξάπλωση στο Χελμό και εμφανίζεται επίσης στη Γκιώνα και τον Παρνασσό (όπου η παρουσία του δεν έχει επιβεβαιωθεί πρόσφατα). Συνήθως σχηματίζει ολιγομελείς ομάδες και θεωρείται σπάνιο. Έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN. Αναπτύσσεται σε υγρές και σχετικά σκιερές θέσεις σε ορεινές περιοχές, σε βράχια, πετρώδεις θέσεις και σάρρες, σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα και σε υψόμετρο 1100-2000 m. Η βόσκηση και η συλλογή είναι οι σημαντικότερες απειλές για το εντυπωσιακό αυτό φυτό και η παρακολούθηση των υποπληθυσμών του είναι απαραίτητη.
Το Allium brussalisii έχει περιορισμένη εξάπλωση στο Φαράγγι του Βουραϊκού και τα όρη Πάρνηθα και Πάρνωνας. Περιγράφηκε πρόσφατα (2008) από το όρος Πάρνηθα της Αττικής. Αναπτύσσεται γενικά σε αραιές συστάδες δασών με Pinus halepensis subsp. halepensis και Abies cephalonica, στον υπόροφο αραιών θαμνώνων με Quercus coccifera, Arbutus unedo, κλπ., και σε φρυγανικές διαπλάσεις, σε υψόμετρο 300-1000 m, και σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα.Ο μικρός υποπληθυσμός του είδους στον Βουραϊκό καταλαμβάνει μικρή έκταση και ο βιότοπός του σε κάποιες περιπτώσεις έχει διαταραχθεί, καθώς η περιοχή όπου εμφανίζεται, είχε πληγεί από την πυρκαγιά του 2007. Άλλες απειλές για το ενδιαίτημα του αποτελούν η βόσκηση, το ποδοπάτημα και η ξύλευση.
Είναι τοπικό ενδημικό είδος με περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση στο φαράγγι της Στύγας. Περιγράφηκε το 1906, αρχικά ως Alchemilla acutiloba Steven subsp. aroanica Buser, βάσει δειγμάτων που είχε συλλέξει ο Heldreich, πιθανώς από την περιοχή των Υδάτων της Στύγας. Αποτελεί ένα πολυετές ποώδες φυτό, με ρίζωμα. Αναπτύσσεται αποκλειστικά σε υγρές θέσεις, κατά μήκος ρεμάτων και σε πηγές. Εξαπλώνεται σε υψόμετρο 1200-2000 m. Το ενδιαίτημα του είδους είναι εξαιρετικά ευαίσθητο όσον αφορά οποιαδήποτε διαταραχή του υδρολογικού κύκλου και η παρακολούθησή του είναι απολύτως απαραίτητη εξαιτίας κυρίως της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής. Περιλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων & Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας (1995) ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN.
Το παγκόσμιο γεωπάρκο UNESCO Χελμού-Βουραϊκού γιορτάζει σήμερα μαζί με το Παγκόσμιο Δίκτυο Γεωπάρκων την Παγκόσμια Ημέρα Βουνού. Ο επιβλητικός ασβεστολιθικός όγκος του Χελμού είναι η καρδιά του γεωπάρκου μας. Πρόκειται για ένα μαγικό βουνό που συνδυάζει αρμονικά μοναδική γεωποικιλότητα (παγετωνικές αποθέσεις, καρστικά φαινόμενα, ρήγματα και πτυχές) και πλούσια βιοποικιλότητα (σημαντικά ενδημικά είδη που προστατεύονται από το δίκτυο Natura). Η αισθητική του αξία αναδεικνύεται μέσα από το πυκνό δάσος Κεφαλληνιακής ελάτης και τα επιβλητικά τοπία στις ψηλές κορφές του! Η ανθρώπινη παρουσία στη σκιά αυτού του επιβλητικού βουνού μετρά εκατοντάδες χρόνια όπως γίνεται αντιληπτό από τον μυθολογικό πλούτο της περιοχής. Με αφορμή την Ημέρα μπορείτε να παρακολουθήσετε το παρακάτω video που γυρίστηκε στα πλαίσια της συνεργασίας του Εθνικού Πάρκου Χελμού-Βουραϊκού και Παγκόσμιου Γεωπάρκου UNESCO με το Χιονοδρομικό Κέντρο Καλαβρύτων για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Βουνού ΕΔΩ
Συμμετέχουν η κ. Ε. Κουμούτσου, Συντονίστρια του Φορέα Διαχείρισης Χελμού-Βουραϊκού, κ. Α. Άγριος, Γενικός Διευθυντής Χιονοδρομικού Κέντρου Καλαβρύτων.
…
O Φορέας Διαχείρισης Χελμού - Βουραϊκού ενσωματώθηκε στον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α.) σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/12281/478/9-2-2022 απόφαση (ΦΕΚ 1056/Β/10-3-2022)
Η ιστοσελίδα της νέας Μονάδας Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Χελμού - Βουραϊκού και Προστατευόμενων Περιοχών Βόρειας Πελοποννήσου είναι διαθέσιμη στον ακόλουθο σύνδεσμο:
https://necca.gov.gr/mu-northernpeloponnese
Η παρούσα ιστοσελίδα του πρώην Φορέα (https://www.fdchelmos.gr ) πλέον δεν ενημερώνεται και παραμένει για αρχειακούς λόγους.
Επικοινωνία: mdpp.northernpeloponnese@necca.gov.gr
Natural Environment and Climate Change Agency (NECCA) incorporated Chelmos Vouraikos Management Body, due to MDΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/12281/478/9-2-2022 (GG 1056/Β/10-3-2022)
The website of Management Unit of Chelmos – Vouraikos National Park and Protected Areas of The Northern Peloponnese is available at the following url: https://necca.gov.gr/mu-northernpeloponnese
The present website of the ex-Management Body (https://www.fdchelmos.gr) is not currently updated and remains live for archival purposes.
Contact: mdpp.northernpeloponnese@necca.gov.gr