Η επαρχία των Καλαβρύτων και ειδικότερα η περιοχή του Χελμού έχουν συνδεθεί με πλήθος μύθων γεγονός που πιστοποιεί την κατοίκηση της περιοχής από πολύ νωρίς. Πρώτος μυθικός βασιλιάς θεωρείται ο αυτόχθων Πελασγός, ο οποίος δίδαξε στους κατοίκους της περιοχής, που ως τότε έτρωγαν ρίζες και χλόη, την τροφή από βαλάνους δρυός (εξ ου και οι αναφορές στους «Αρκάδες Αζάνες βαλανοφάγους»).
Ο έρωτας του Δία με την Καλλιστώ
Η Καλλιστώ (από το καλλίστη – πολύ όμορφη), μοναδική κόρη του γιου του Πελάσγου Λυκάονα, ήταν σύντροφος της Άρτεμης και είχε ορκιστεί αιώνια παρθενική ζωή. Ο Δίας την ερωτεύτηκε παράφορα και προκειμένου να την κατακτήσει μεταμορφώθηκε σε Θεά Άρτεμη και αποπλάνησε την Καλλιστώ ενώ εκείνη αναπαυόταν στο δάσος. Όταν η Άρτεμη κατάλαβε τι συνέβη έδιωξε την Καλλιστώ από κοντά της.
Ο Δίας επειδή τη λυπήθηκε τη μεταμόρφωσε σε αρκούδα, την οποία σκότωσε όμως η Άρτεμη με τα βέλη της. Ο πατέρας των θεών τη μεταμόρφωσε σε αστερισμό, τη Μεγάλη Άρκτο.
Καρπός της ένωσης της Καλλιστώς και του Δία ήταν ο Αρκάς, που τον μεγάλωσε η Μαία, ο οποίος είχε γιο τον Αζάνα (από τον οποίο προέρχεται το όνομα Αζανία) και γιος του ήταν ο Κλείτωρ, που ίδρυσε την ομώνυμη πόλη.
Ο έρωτας του Απόλλωνα με τη Δάφνη
Η Δάφνη, κόρη του ποτάμιου θεού της Θεσσαλίας Πηνειού ή κατ’ άλλους του Λάδωνα και της Γαίας, είχε αφιερώσει τη ζωή της στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη. Υπήρξε ο πρώτος από τους έρωτες του Απόλλωνα, ο οποίος παγίδευσε το γιο του βασιλιά Οινόμαου Λεύκιππο, που την αγαπούσε και είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα για να είναι κοντά της. Όταν αποκαλύφθηκε το φύλο του Λεύκιππου, καθώς η Δάφνη και οι φίλες της λούζονταν στο Λάδωνα, θανατώθηκε από λογχισμούς και ακοντισμούς.
Τότε ο Απόλλωνας προσπάθησε να ικανοποιήσει το πάθος του για την όμορφη νύμφη και καθώς εκείνη δεν ανταποκρίθηκε την κυνήγησε ανάμεσα στα δέντρα. Η Δάφνη παρακάλεσε τον πατέρα της να τη βοηθήσει και εκείνος για να την προστατεύσει τη μεταμόρφωσε σε δέντρο που φυτρώνει στις όχθες των ποταμών, τη γνωστή Δάφνη.
Απαρηγόρητος ο Απόλλωνας έκοψε μερικά κλαδιά από το δέντρο και έπλεξε ένα στεφάνι, σε ανάμνηση της αγάπης του για τη Δάφνη, και την έκανε ιερό του φυτό καθιερώνοντας την απονομή δάφνινου στεφανιού στους νικητές των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο έρωτας του Πάνα με τη Σύριγγα
Τη σχέση του Πάνα με τη μουσική και την παράδοση, που τον θεωρεί εφευρέτη του ποιμενικού αυλού, της σύριγγας ή «αυλού του Πάνα», φωτίζει ο μύθος για τον ερωτά του με τη νύμφη Σύριγγα.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Πάνας κυνηγούσε τη Σύριγγα για να την κάνει δική του. Εκείνη προσπαθώντας να τον αποφύγει βρέθηκε μπροστά στον ποταμό Λάδωνα και τον παρακάλεσε να τη γλιτώσει. Ο ποτάμιος θεός τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε καλαμιά. Απογοητευμένος ο Πάνας έκοψε καλάμια διαφορετικού μήκους, τα ένωσε με κερί και έφτιαξε τη σύριγγα.
Με αυτή προσπάθησε να συναγωνιστεί, χωρίς επιτυχία, τον Απόλλωνα με τη λύρα του, που μάγευε με τις μελωδίες του τα ζώα, τα πουλιά και τις νύμφες του δάσους.
Ο Ηρακλής και ο Ερυμάνθιος Κάπρος
Ο τρομερός αγριόχοιρος, γνωστός ως Ερυμάνθιος Κάπρος, ζούσε στις πλαγιές του Ερύμανθου. Από εκεί εξορμούσε στην περιοχή της Ψωφίδας και του Λασίωνα, τρομοκρατώντας τους κατοίκους, καταστρέφοντας τα σπαρτά και ξεσκίζοντας με τους χαυλιόδοντες του κάθε ζώο που έβρισκε μπροστά του.
Ο Ευρυσθέας ανέθεσε στον Ηρακλή να πιάσει το φοβερό ζώο ζωντανό και να του το φέρει, βέβαιος ότι δεν θα τα κατάφερνε.
Ο ήρωας όμως κατόρθωσε να το πιάσει με το εξής τέχνασμα: το φόβισε, το καταδίωξε και το οδήγησε σε ένα χιονισμένο μέρος όπου και παγιδεύτηκε. Ο Ηρακλής το έπιασε, το έδεσε και το πήρε στους ώμους του ζωντανό και το μετέφερε στις Μυκήνες. Αντικρίζοντας το ο Ευρυσθέας φοβήθηκε και κρύφτηκε σε ένα χάλκινο πιθάρι.
Ο Ηρακλής και η Κερανύτις Έλαφος
Η θεά Άρτεμης σε μια από τις κυνηγετικές εξορμήσεις της συνάντησε στον Παρνασσό πέντε πανέμορφες ελαφίνες με χρυσά κέρατα και χάλκινες όπλες και θαμπωμένη από την ομορφιά τους θέλησε να τις αποκτήσει. Τα κατάφερε με τις τέσσερις, τις οποίες έζεψε στο άρμα της, η πέμπτη όμως της ξέφυγε καταφεύγοντας στο όρος της Κερύνειας, στα όρια της επαρχίας Καλαβρύτων. Η Άρτεμη θαύμασε το ελεύθερο και ατίθασο πνεύμα της και την έθεσε υπό την προστασία της.
Αυτό το ζώο ζήτησε ο Ευρυσθέας από τον Ηρακλή να του φέρει ζωντανό, ευελπιστώντας ότι, είτε η ελαφίνα θα τον θανάτωνε, είτε ότι η Άρτεμη θα τον τιμωρούσε. Ο Ηρακλής κατευθύνθηκε προς το βουνό που κατοικούσε η ελαφίνα και ξέροντας ότι δεν μπορούσε να την προλάβει στο τρέξιμο, αποφάσισε να την εξαντλήσει. Όταν η ελαφίνα τον είδε άρχισε να τρέχει.
Η καταδίωξη κράτησε ένα χρόνο και κατέληξε στις όχθες του ποταμού Λάδωνα. Εκεί το ελάφι εξουθενωμένο από το τρέξιμο σταμάτησε να πιει νερό. Ο Ηρακλής εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και το ακινητοποίησε.
Η Άρτεμη αρχικά εξοργίστηκε με το Ηρακλή. Όταν εκείνος όμως δεσμεύτηκε ότι μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του θα επέστρεφε το ελάφι στην προστάτιδα θεά του, η οργή της υποχώρησε.
Φτάνοντας ο Ηρακλής στο παλάτι του Ευρυσθέα, τον κάλεσε να παραλάβει το ελάφι. Καθώς όμως εκείνος άπλωσε το χέρι του για να το πιάσει εκείνο έφυγε και έτρεξε στην Άρτεμη.
Τα Ύδατα της Στυγός
Η Στύγα ήταν ο φοβερός ποταμός που διέρρεε στον κάτω κόσμο. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τιθύος και συμμετείχε στην Τιτανομαχία παίρνοντας το μέρος του Δία. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, τα νερά της Στυγός διαχωρίζονταν από το υπόλοιπο υγρό στοιχείο που κάλυπτε τη γη.
Στα νερά της Στυγός έλουσε η Νηρηίδα Θέτιδα το γιο της Αχιλλέα για να παραμείνει αθάνατος, χωρίς όμως να τα καταφέρει, καθώς παρενέβη ο Πηλέας και έμεινε τρωτό σημείο η φτέρνα, από όπου τον κρατούσε η μητέρα του.
Από εκεί οι ηττημένοι στη Σαλαμίνα Πέρσες του Αισχύλου καλούν την ψυχή του Δαρείου να τους συμβουλεύσει για το μέλλον τους.
Από τα νερά της βρήκε την έξοδο από τον Άδη στον Πάνω Κόσμο ο Ηρακλής όταν είχε κατέβει για να πιάσει τον Κέρβερο.
Εκεί ο Οδυσσέας περίμενε το νεκρό μάντη Τειρεσία για να καθοδηγήσει την πορεία του.
Στα Ύδατα της Στυγός ορκίζονταν οι Ολύμπιοι Θεοί και ο όρκος τους σε αυτή ήταν ιερός και απαραβίαστος. Ο επίορκος έπαυε να συμμετέχει στα συμβούλια των θεών και να απολαμβάνει το νέκταρ και την αμβροσία.
Σε αυτήν ορκίστηκε ο Ήλιος να ικανοποιήσει κάθε αίτημα του γιου του Φαέθοντα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να του αρνηθεί για μια μέρα το άρμα του, το οποίο ο άπειρος νέος οδήγησε αδέξια προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στη γη και το θάνατο του ίδιου.
Σε αυτά ορκίστηκε, τέλος, η Λητώ υποσχόμενη ότι ο γιος που θα γεννηθεί θα τιμήσει τη Δήλο, ιδρύοντας εκεί ναό.
Ο Παυσανίας χαρακτήρισε τα νερά της Στύγας θανατηφόρα για τους ανθρώπους και τα ζώα και ότι από τα υλικά αντικείμενα τα μόνα που έμεναν ανέπαφα ήταν το χρυσό και οι οπλές των αλόγων.
Η μοναδική θεότητα που μπορούσε να προσεγγίσει άφοβα τη Στύγα και να μεταφέρει μηνύματα του Δία ήταν η Ίριδα, η φτερωτή αγγελιοφόρος του.
Το χρώμα των νερών της μοιάζει να είναι μαύρο, καθώς αυτά γλείφουν το βράχο πριν πέσουν από ψηλά. Για το χρώμα αυτό λέγεται ότι κάποτε η θεά Δήμητρα, για να ξεφύγει από τον Ποσειδώνα που την κυνηγούσε, μεταμορφώθηκε σε φοράδα. Όταν όμως καθρεφτίστηκε στα νερά της Στυγός, από την οποία περνούσε, και είδε πόσο άσχημη ήταν, τα καταράστηκε μα μαυρίσουν.